- ενσώματος
- -η, -ο (AM ἐνσώματος, -ον) [ενσωματώ]1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκοςνεοελλ.φρ. «ενσώματο πράγμα» — κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνσώματος — corporeal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσώματον — ἐνσώματος corporeal masc/fem acc sg ἐνσώματος corporeal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωμάτου — ἐνσώματος corporeal masc/fem/neut gen sg ἐνσωματόω embody pres imperat act 2nd sg ἐνσωματόω embody imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωμάτων — ἐνσώματος corporeal masc/fem/neut gen pl ἐνσωματόω embody imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐνσωματόω embody imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωμάτῳ — ἐνσώματος corporeal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσώματα — ἐνσώματος corporeal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσώματοι — ἐνσώματος corporeal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένσωμος — η, ο (AM ἔνσωμος, ον) [σώμα] ενσώματος μσν. αισθητός, ζωντανός αρχ. φρ. «ἔνσωμος φράσις» έκφραση που αναφέρεται με άμεσο τρόπο στα πράγματα, στην ουσία … Dictionary of Greek
σκηνοφόρος — ον, Μ αυτός που έχει σώμα, ενσώματος, ένσαρκος («σκηνοφόρος θεός», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆνος* «σώμα» + φόρος*] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek